ορογόνος

ορογόνος
ος, ο[ν] выделяющий, производящий сыворотку

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ορογόνος" в других словарях:

  • ορογόνος — ο 1. ανατ. αυτός που εκκρίνει ορό 2. φρ. α) «ορογόνος υμένας» λεπτή μεμβράνα που επενδύει ορισμένα όργανα και κοιλότητες τού σώματος η οποία εκκρίνει υγρό που λιπαίνει τα τοιχώματα τών αντίστοιχων κοιλοτήτων διευκολύνοντας έτσι τις μετατοπίσεις… …   Dictionary of Greek

  • περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά …   Dictionary of Greek

  • υμένας — (Ανατ.). Γενική ονομασία διαφόρων λεπτών ιστών ή απαλών οργάνων. Είναι ελαστικοί και ποικίλλουν στην απόχρωση και την υφή. Προορίζονται να περιβάλλουν άλλα όργανα ή να εκκρίνουν και να απορροφούν μερικές ουσίες (βλεννογόνοι). * * * ο / ὑμήν, ένος …   Dictionary of Greek

  • επικάρδιο — Το εξωτερικό στρώμα του τοιχώματος της καρδιάς. Αποτελείται από συνδετικό ιστό και επιθήλιο. Είναι επίσης γνωστό και ως σπλαχνικό περικάρδιο. * * * το ανατ. ορογόνος υμένας που επενδύει την καρδιά και αποτελεί το περισπλάγχνιο πέταλο τού… …   Dictionary of Greek

  • ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • περικάρδιο — (Ανατ.). Ορογόνος θύλακας που περιβάλλει την καρδιά και το αρχικό τμήμα των μεγάλων αγγείων. Το π., μαζί με το περισπλάγχνιο πέταλο, που ονομάζεται επικάρδιο, κολλάει στον καρδιακό μυ, ενώ το έξω πέταλο είναι ενισχυμένο από ανθεκτικό ινώδη ιστό.… …   Dictionary of Greek

  • προεπιγονατιδικός — ή, ο, Ν 1. ανατ. αυτός που βρίσκεται μπροστά από την επιγονατίδα 2. φρ. «προεπιγονατιδικός θύλακος» ανατ. ορογόνος θύλακος που βρίσκεται στον υποδόριο ιστό εμπρός από την επιγονατίδα …   Dictionary of Greek

  • υπεζωκώς — ο / ὑπεζωκώς, ότος, ΝΑ, και ὑπεζωκότας Ν ανατ. σπλαγχνικός ορογόνος υμένας, αποτελούμενος από δύο πέταλα, το περίτονο και το περισπλάγχνιο, ο οποίος επενδύει την έσω επιφάνεια τού θώρακα και περιβάλλει τους πνεύμονες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος …   Dictionary of Greek

  • υπορογόνιος — α, ο, Ν ανατ. (για ανατ. σχηματισμό) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ορογόνο ενός οργάνου (α. «υπορογόνιος χιτώνας τού εντέρου» β. «υπορογόνιο ίνωμα τής μήτρας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ορογόνος + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»